επαπολαυω

επαπολαυω
    ἐπαπολαύω
    ἐπ-απολαύω
    наслаждаться
    

(τι Aesop. и τινι Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επαπολαυω" в других словарях:

  • επαπολαύω — ἐπαπολαύω (AM) 1. απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι 2. επωφελούμαι από κάποιον ή από κάτι …   Dictionary of Greek

  • απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»